Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ




·         Η ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΜΟΥ
ΕΙΧΕ ΩΡΑΙΑ ΜΑΤΙΑ ΓΕΝΝΗΜΕΝΑ ΝΑ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΟΥΝ 
μόνο τις χαρές τις νιότης και του έρωτα.
 Σε κοίταζε κατάματα κι έτρεμε το φυλλοκάρδι σου.
Ήταν σαν άστρο της αυγής, γλυκό νερό σε καυτό καλοκαιριάτικο μεσημέρι. 
Αυγουστιάτικη πανσέληνος που υποχρέωνε τον κόσμο να νιώθει ερωτευμένος.
Είχε μεγάλα γαλανά μάτια, μαγιάτικος ουρανός που τον είχαν κατακτήσει χίλια πουλιά ονείρων.
Ήταν τρελά ερωτευμένη με το Λόρκα και το Γιεσένιν.
 Περιφρονούσε τον λασπωμένο και ασφυκτικό περίγυρό της. 
Τρελαινόταν επίσης για τα κυκλάμινα, τα περιστέρια και τις ανθισμένες αμυγδαλιές.
Ήταν μαθήτρια μου. Καθόταν στο τρίτο θρανίο και γέμιζε όλα τα θρανία της τάξης. 
Όταν απουσίαζε εκείνη, ήταν απόν όλη η τάξη. 
Έλειπαν τα γκου-γκου των περιστεριών κάτω από τη στέγη του σχολείου, εξαφανίζονταν οι παράξενοι αυγερινοί των κυκλάμινων.
Έβλεπα πότε-πότε να βουρκώνει ο ουρανός των ματιών της, τα κυκλάμινα να χάνουν το χρώμα τους και ο αιθέρας να χάνει τα λευκά φτερουγίσματα των περιστεριών.
Κάποια κλαψιάρα μέρα του Οκτώβρη δεν ήρθε πια στην τάξη. 
Η τάξη ερήμωσε. Δεν είχε πια χαρούμενα μάτια να με αντικρίσουν, δεν είχα πια γλώσσα να μιλήσω.
 Έμαθα πως την πάντρεψαν με συνοικέσιο, χωρίς τη συγκατάθεσή της, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση για τη σύναψη του γάμου. 
Την πούλησαν σαν πρόβατο.
Την τελευταία φορά που την συνάντησα διέκρινα ένα παγόβουνο μέσα στα μάτια της. Ένα σύννεφο λύπης είχε γαντζωθεί πάνω της, είχε κατακτήσει τον κόσμο της. 
Με κοίταξε με σουβλερό βλέμμα σαν να ήμουν συνωμότης στην πλεκτάνη, κατέβασε το κεφάλι κι έφυγε.
Το μπαούλο της προίκας της έγινε το κιβούρι των ονείρων της. 
 Εκεί μέσα είχε σαβανώσει το Λόρκα και το Γεσένιν, τους αυγερινούς των κυκλάμινων και τις τρελές αμυγδαλές που είχαν τολμήσει ν’ ανθίσουν πρόωρα.
Πήρε τα βουρκωμένα της μάτια κι έφυγε, της έριξαν τα δεσμά του γάμου και την φυλάκισαν στον πύργο της ματαιότητας.
Είχε μεγάλα μάτια πιστά στην αισιοδοξία του γαλάζιου, γεννημένα να φιλοξενήσουν όλες τις χαρές του κόσμου και ήταν λυπημένα. 
Την άφησα να φύγει μ’ ένα κιβούρι φορτωμένο πάνω στους λιγνούς της ώμους, μη τολμώντας να ρίξω ούτε ένα βήμα να της δώσω ένα χέρι βοήθειας να δραπετεύσει στον κόσμο της ελευθερίας που τόσο πολύ λάτρευε και ονειρευόταν. 
Είχε ωραία μάτια, γεννημένα να φιλοξενήσουν τις χαρές και τις αγάπες όλου του κόσμου και ήταν κενά, μια χαράδρα άβυσσος. Κενοτάφιο ονείρων. 
Δεκέμβριος 2004 ( AΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΗ : Οι Εχθροί του Ανθρώπου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | 100 Web Hosting