Written by Βασιλική Πιτούλη www.vasilikipitouli.gr ( Βιβλιοφάγος -blog -Βούκινο ) |
Thursday, 26 July 2012 09:46 |
Το δράμα που ζω δεν περιγράφεται! Είμαι στη φυλακή, ναι, όπως το ακούτε, και ζητώ εναγωνίως να αποφυλακιστώ. Το γιατί θα σας το εξηγήσω ευθύς αμέσως. Όλα ξεκίνησαν σε ένα μικρό, γραφικό χωριό του νομού Φθιώτιδος, αλλά πολύ μικρό και πολύ γραφικό. Το χωριό το λένε Ζέλι και είχε την τιμή να αποτελέσει τη γενέτειρά μου. Δηλαδή, για να σας το πω πιο λαϊκά, στο Ζέλι γεννήθηκα, γι αυτό μερικοί ποταποί και ζηλόφθονες άνθρωποι με λένε βλαχάρα. Γιατί με φθονούν; Κάντε λίγη υπομονή, θα σας τα εξηγήσω όλα. Εγώ που λέτε, ήμουν θεοσεβούμενο κορίτσι και πολύ τίμιο. Ένα όνειρο είχα στη ζωή μου: να ανέβω ψηλά. Ανέβαινα ψηλά στο δέντρο να μαζέψω μούσμουλα, και με φώναζε να κατεβώ ο αδερφός μου. Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Εν τη ρύμη του λόγου θα τα καταλάβετε. Βλέπετε λέξεις που χρησιμοποιώ; Γιατί δε σας είπα το βασικότερο: είμαι πολύ μορφωμένη. Έχω σπουδάσει ιστορία της Τέχνης και είμαι και συγγραφέας. Βέβαια, όταν ήμουν συνδικαλίστρια της ΔΕΗ, ούτε που τα ονειρευόμουν όλα αυτά. Διορίστηκα στη ΔΕΗ το 1993, επί κυβερνήσεως Ν. Δ. Ναι, καλέ, να μη σώσω, οι δεξιοί με διόρισαν. Τώρα πώς βρέθηκα σύζυγος ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ είναι άλλη ιστορία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι πολύ ηθική, πολύ θεοσεβούμενη, και πολύ μορφωμένη. Με είδε και με εκτίμησε, γιατί δεν το πιστεύετε, τραβάτε κανένα ζόρι; Ναι, καλέ, ήμουν συνδικαλίστρια της ΔΕΗ, σας είπα, με την παράταξη ΠΑΣΥΠ – ΔΕΗ. Να μη σώσω. Είχα καριέρα εγώ, δεν ήμουν όποια κι όποια. Και τις νύχτες σπούδαζα ιστορία της Τέχνης. Να σας μιλήσω για τη συγγραφική μου καριέρα πρώτα, ή να σας πω πώς γνώρισα τον Άκη; Και το δυο έχουν ενδιαφέρον. Και μάλιστα συνδέονται. Το 2004 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου με τίτλο «Ο μυθικός χορός της φύσης» το οποίον υπάγεται (πώς τα λέω, η μορφωμένη γυναίκα) στην κατηγορία βιβλία παιδικά, οικολογικού περιεχομένου. Όχι, για να μη νομίζετε ότι δεν έχω περιβαλλοντικές ανησυχίες. Είμαι πολύ μορφωμένη, πολύ θεοσεβούμενη, και πολύ ευαίσθητη. Όλα κι όλα. Επανέρχομαι στη συγγραφική μου καριέρα. Το 2004 λοιπόν, όταν παρουσιάστηκε το βιβλίο μου, όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας έδωσε το παρόν. Είχα τότε τα μέσα, είναι η αλήθεια. Τον Άκη τον γνώρισα ως εξής: Ήταν υπουργός εθνικής αμύνης, βεβαίως βεβαίως. Πήγα στο γραφείο του να του ζητήσω μια χάρη. Όλοι οι Έλληνες ζητάνε, να μη ζητήσω κι εγώ το ρουσφετάκι μου; Τι ζητάνε οι Έλληνες; Τον ουρανό με τ’ άστρα. Να, προχτές έμαθα ότι υπάρχουν παιδιά, ελληνάκια, που δεν έχουν να φάνει, και ζητάνε ψωμί. Υπάρχουν και οι μπαμπάδες τους, που είναι χρεωμένοι, απολυμένοι ή κάτι τέτοιο κακόγουστο τέλος πάντων, και ζητάνε να πεθάνουν. Μερικοί, πολλοί είναι η αλήθεια, πέφτουν από τα παράθυρα, η αυτοκτονούν στην πλατεία Συντάγματος. Ας έκαναν καλύτερο κουμάντο στη ζωή τους, εγώ τους φταίω; Εγώ κάτι καναπέδες των πενήντα χιλιάδων ευρώ αγόραζα η δόλια, και κάτι ακίνητα είχα στ’ όνομά μου. Α, είχα κι έναν κομμωτή που λέγεται Στέφανος Βασιλάκης, χρυσό παιδί. Με χτένιζε και του έδινα 500 ευρώ, μέχρι και χίλια, αν ήταν να μου κάνει μια ιδιαίτερη μιζανπλί, πειράζει; Γιατί δε σας είπα ότι εκτός από μορφωμένη, θεοσεβούμενη και ευαίσθητη, είμαι και κουκλίτσα. Ναι, είμαι πολύ όμορφη, ειδικά όταν φοράω συνολάκια εκατό χιλιάδων ευρώ, και έχω παστώσει τη μούρη μου με καλλυντικά πανακρίβου. Έτσι με είδε ο Άκης και έπεσε ξερός. Τότε είχα πάει, όπως σας είπα, να του ζητήσω ρουσφέτι. Όχι για μένα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου… όχι, όχι, μπερδεύτηκα, αυτό είναι από αλλού. Για το φουκαρά τον αδερφό μου, αυτόν που με κυνηγούσε όταν σκαρφάλωνα στις μουριές. Ζήτησα από τον Άκη να τον τοποθετήσει στη θέση του προπονητή ποδοσφαίρου της σχολής Ικάρων. Ο αδερφούλης μου ονομάζεται Παναγιώτης Σταμάτης, αλλά εμείς του το αλλάξαμε, τον βαφτίσαμε Παναγιώτη Παπαλιάκο. Και όλα αυτά για κάτι ψωρο εταιρείες που έκανε ο αξιότιμος σύζυγός μου, και βγήκανε καμπόσα εκατομμυριάκια στο εξωτερικό. Και να πεις ότι τα τρώγαμε μόνοι μας; Όχι, καλέ, εμείς δεν είμαστε μοναχοφαγάδες. Έχουν φάει κι άλλοι, ου, ένα σωρό. Εμείς την πληρώσαμε με τον άντρα μου, μπήκαμε φυλακή και δε λέμε να βγούμε. Τον αδερφό μου τον βαφτίσαμε Παπαλιάκο για να μην τον πάρουν είδηση τα media, του δώσαμε το επώνυμο της συζύγου του, γιατί ήταν κι αυτός στο φαγοπότι. Να μη γλείψει λίγο και το παιδί; Είπα παιδί και κλαίω. Έχω παιδί εγώ, είμαι μάνα, και πρέπει να με αποφυλακίσετε! Αλλιώς θα αυτοκτονήσω! Δε μπορώ να ζω στη φυλακή εγώ, είμαι μια θεοσεβούμενη, μορφωμένη κουκλίτσα! Έχω συνηθίσει να κάθομαι σε πανάκριβους καναπέδες, και ζητώ να αποφυλακιστώ! Τώρα αμέσως! |
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
... Μοιρολογιούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται.»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
«Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.»
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι.»
Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
«Το δαχτυλίδι του ‘πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά ‘βρει;»
«Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ’ το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά ‘βρω.»
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε,
«Τράβα, καλέ μ’ τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν βρήκα.»
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια ‘χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.»
«Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που ‘χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.»
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
γιατί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.