Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Γρηγόριος Ε΄ (1746 - 10 Απριλίου 1821) διετέλεσε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, (1797-1798, 1806-1808 και 1818-1821). Αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο τιμώντας την μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του.

    Πρώτα χρόνια


    Η πατρική οικία του Γρηγορίου Ε΄ στη Δημητσάνα
    Γεννήθηκε το 1746 στη Δημητσάνα από φτωχούς γονείς, του βοσκού στο επάγγελμα Ιωάννου και της Ασημίνας Αγγελοπούλου. Το κοσμικό όνομά του ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Μετά τις βασικές σπουδές στο χωριό του, το 1765 πήγε στην Αθήνα για δύο χρόνια όπου μαθήτευσε παρά τον Δημήτριο Βόδα, ιεροκήρυκα από τα Ιωάννινα. Το 1767 μετέβη στη Σμύρνη όπου ένας θείος του που υπηρετούσε νεωκόρος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Σμύρνης, τον βοήθησε να σπουδάσει στο περιώνυμο Γυμνάσιο της πόλης για πέντε χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ο Γιώργιος Αγγελόπουλος είχε σχέση με τη Μονή Φιλοσόφου της Αρκαδίας, μέσω της οποίας ενισχύθηκε ο έμφυτος ασκητισμός του. Έτσι, αποσύρθηκε στις Στροφάδες και στην εκεί Μονή του Αγίου Διονυσίου εκάρη μοναχός λαμβάνοντας το «κατά Χριστόν όνομα» Γρηγόριος.
    Στη συνέχεια ο Γρηγόριος αφού σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή, υπό τους Δανιήλ Κεραμέα και Βασίλειο Κουταληνό επέστρεψε στη Σμύρνη, κατόπιν πρόσκλησης του τότε Μητροπολίτη Σμύρνης Προκόπιου, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και αρχιδιάκονος. Γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας και κατόπιν ανέλαβε πρωτοσύγκελος Σμύρνης, θέση που διατήρησε μέχρι το 1785.
    Κατά την περίοδο της Διακονίας και Αρχιδιακονίας του στη Σμύρνη, ο Γρηγόριος διατηρούσε αλληλογραφία με τον εκ Δημητσάνας επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο, γνωστό υποκινητή της περιοχής στην ανεπιτυχή επανάσταση των Ελλήνων στα Ορλωφικά.

    Η Σμύρνη σε γκραβούρα του 1876
    Από την αλληλογραφία εκείνη σώθηκε μια πολύτιμη ιστορικά επιστολή του με ημερομηνία 4 Αυγούστου του 1778 όπου θλιμμένος από την ατυχή έκβαση εκείνης της εξέγερσης ενημερώνει τον Άνθιμο ότι 60.000 περίπου Έλληνες από την Πελοπόννησο, μετά τις εκτεταμένες καταστροφές που τους προξένησαν Αλβανοί, έχουν καταφύγει πρόσφυγες στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές οι οποίοι και έγιναν πρόθυμα δεκτοί από τους Αγάδες ως εργάτες, επιτρέποντάς τους να δημιουργήσουν οικισμούς, εκκλησίες κ.λπ. και παράλληλα, απαλλαγή φόρων για μια δεκαετία. Πολλοί δε εξ αυτών άρχισαν ν΄ αναπτύσσουν εμπόριο και μέσα στη Σμύρνη [εκκρεμεί παραπομπή].
    Το 1785 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, οπότε ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε επίσκοπος και τον διαδέχθηκε στη Μητρόπολη Σμύρνης. Από αυτή τη θέση ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα, η οποία τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο κήρυγμα και την κοινωνική δράση, ασχολούμενος ιδίως με την παιδεία του ποιμνίου του.

    Πατριαρχίες

    Πρώτη Πατριαρχία - εξορία


    Η είσοδος του Πατριαρχικού Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι
    Την 1η Μαΐου του 1797, παραιτούμενος ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Γεράσιμος Γ΄ (1791-1797) λόγω γήρατος διάδοχός του εξελέγη ομόφωνα ο από Σμύρνης μητροπολίτης Γρηγόριος, όπου και ανέλαβε στις 9 Μαΐου 1797 ως Γρηγόριος Ε΄.
    Η πατριαρχία του συνέπεσε σε μια δύσκολη περίοδο και δεν ήταν καθόλου ανέφελη. Τα κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου άρχιζαν να καλλιεργούν επαναστατικές δράσεις. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος αντιμετωπίζοντας με φρόνηση την κατάσταση ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την κοινωνική δράση προς ανόρθωση της Εκκλησίας και της χριστιανικής κοινωνίας, προχωρώντας και στον έλεγχο κάποιων επισκόπων. Εκτός από τα κηρύγματα του Θείου Λόγου, που επιδιδόταν ο ίδιος, μερίμνησε για την παιδεία, ίδρυσε σχολεία, καθώς και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο από το οποίο και εξέδωσε πλείστα βιβλία. Ο Πατριάρχης τέθηκε επικεφαλής εκστρατείας εναντίον των διαφωτιστικών ιδεών αφορίζοντας πρόσωπα όπως ο Ρήγας Φεραίος, καταδικάζοντας τα νεωτερικά ρεύματα ιδεών και απειλώντας με αφορισμό όσους διάβαζαν ύποπτα βιβλία.[1]
    Σημειώνεται ότι κατά το έτος της εκλογής του, ο Μέγας Ναπολέων είχε καταλάβει τα Επτάνησα (Γαλλοκρατία των Επτανήσων) και είχε εισβάλει στην τουρκοκρατούμενη τότε Αίγυπτο. Στην εξέλιξη εκείνη ο Τσάρος Παύλος Α΄ της Ρωσίας συμμάχησε με τον Σουλτάνο επί μια διετία (1798-1799). Τότε πολλοί Έλληνες είχαν καταληφθεί υπό άκρατο ενθουσιασμό, ο δε Γρηγόριος με διάφορους απεσταλμένους συνέγερνε με εγκυκλίους του τους Έλληνες κατά των Γάλλων κατηγορώντας τους για μη σωστή διοίκηση και προσβολή της Ορθοδοξίας. Με μια τέτοια εγκύκλιο είχε εφοδιασθεί και ο Ρώσος ναύαρχος Θεόδωρος Ουσάκωφ στην κατάληψη των Επτανήσων, που τα κατέλαβε το 1799, ενώ χαρακτηριστική υπήρξε η σφαγή των Γάλλων στη μάχη της Νικόπολης το 1798 από τουρκικά στρατεύματα υπό τον Αλή Πασά.
    Παράλληλα όμως, προς την καταστολή του γενικότερου επαναστατικού οργασμού των Ελλήνων, συνελήφθη ο Ρήγας Φεραίος και θανατώθηκε. Ακολούθως, μετά και την αποτυχία του Βοναπάρτη, η Ρωσία διέκοψε τη φιλική στάση της προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία με συνέπεια ο Γρηγόριος να φανεί έκθετος επί του συνεχιζόμενου αναβρασμού.
    Επωφελούμενοι της κατάστασης εκείνης οι επίσκοποι που είχαν προηγουμένως δεχθεί την αυστηρότητα του Γρηγορίου διέβαλαν αυτόν στον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ ως υποκινητή, γεγονός που εξανάγκασε τον τελευταίο να διατάξει την καθαίρεση και εξορία του Γρηγορίου στη Χαλκηδόνα. Έτσι το 1798 εκθρονίστηκε, (ο ίδιος κατά τους τύπους παραιτήθηκε) και εξορίστηκε, αρχικά στη Χαλκηδόνα μετά από μερικούς μήνες στη Δράμα Μακεδονίας για να καταλήξει στη Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, όπου και παρέμεινε επί μια επταετία. Στη δε θέση του, Πατριάρχης ανέλαβε ο προηγουμένως εκδιωχθείς Νεόφυτος Ζ΄.

    Άποψη της Μονής Ιβήρων
    Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Άγιο Όρος, ο Γρηγόριος επιδόθηκε στη μελέτη ιερών κειμένων και επισκεπτόμενος τις διάφορες Μονές δίδασκε τους μοναχούς, παρακολουθώντας όμως και τα διάφορα γεγονότα που συνέβαιναν τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Κωνσταντινούπολη που διαμόρφωναν νέες εξελίξεις, ιδιαίτερα το 1805, κατά την ένταση του Ρωσο-Γαλλικού ανταγωνισμού.
    Ήδη από τον Απρίλιο του έτους εκείνου, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν συνασπιστεί κατά του Ναπολέοντα, στη Κωνσταντινούπολη είχαν αναπτυχθεί ειδικά από τους Φαναριώτες δύο πολιτικές μερίδες, η φιλορωσική και η φιλογαλλική. Μετά δε και την μάχη του Αούστερλιτς, επικράτησε η φιλογαλλική μερίδα που ενισχύονταν ιδιαίτερα από τον τότε Γάλλο πρέσβη Οράτιο Σεβαστιάνη ο οποίος και έχαιρε της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του Σουλτάνου.
    Με την παρέμβαση αυτού αντικαταστάθηκαν το 1806, ως ρωσόφιλοι, οι Ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρος Μουρούζης και Κωνσταντίνος Υψηλάντης και στη θέση τους ανέλαβαν οι Φαναριώτες (γαλλόφιλοι) Αλέξανδρος Ν. Σούτσος και Σκαρλάτος Καλλιμάχης αντίστοιχα. Οι τελευταίοι με τη σειρά τους προέτρεψαν τον τότε φερόμενο πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ σε παραίτηση υπέρ του Γρηγορίου, γεγονός που συνέβη στις 22 Σεπτεμβρίου του 1806.

    Δεύτερη Πατριαρχία - εξορία

    Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1806 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης με την παρουσία του Μ. Διερμηνέα Αλέξανδρου Χαντζερή και του Μ. Λογοθέτη Αλέξανδρου Μάνου και αντιπροσώπων των λαϊκών οργανώσεων επανεξέλεξε ομόφωνα Πατριάρχη τον Γρηγόριο Ε΄ ο οποίος και επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη στις 18 Οκτωβρίου (1806) γενόμενος δεκτός με λαϊκό ενθουσιασμό. Και αυτή όμως η πατριαρχία υπήρξε δυσχερέστατη.
    Λίγες ημέρες πριν αναλάβει καθήκοντα η διεθνής σκηνή είχε ανατραπεί. Ο ρωσικός στρατός είχε εισβάλει στη Μολδαβία και τον Δεκέμβριο κηρύχθηκε ο νέος Ρωσικός πόλεμος κατά της Τουρκίας. Μετά και την κατάληψη του Βουκουρεστίου, παραμονή των Χριστουγέννων, από το ρωσικό στρατό, ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄ στις 5 Ιανουαρίου του 1807 κήρυξε επίσημα και εκ μέρους του τον νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Την ημέρα αυτή κάλεσε ο Σουλτάνος τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ να εκδώσει προς όλους τους Έλληνες «εκκλησιαστικόν και συμβουλευτικόν γράμμα» (αντίστοιχο με φετφά) στη δημοτική γλώσσα εναντίον των Ρώσων.
    Πράγματι ο Πατριάρχης υπάκουσε στη σουλτανική εντολή και όπως δήλωσε αργότερα φρονώντας την αποφυγή γενικότερης σφαγής των Ελλήνων, όπως είχε σημειωθεί παλαιότερα στα Ορλωφικά καλούσε τους Έλληνες να αποφύγουν κάθε σύμπραξη με τους Ρώσους. Ένα μήνα αργότερα στις 20 Φεβρουαρίου (1807) εμφανίστηκε στην απροετοίμαστη Κωνσταντινούπολη αγγλικός στόλος αξιώνοντας την άμεση διακοπή κάθε σχέσης της Υψηλής Πύλης με την Γαλλία. Τότε στα άμεσα οχυρωματικά έργα που διέταξε η τουρκική κυβέρνηση, ο Γρηγόριος, όχι μόνο προέτρεψε τους Έλληνες στη συμμετοχή της κατασκευής τους, αλλά και ο ίδιος συμμετείχε χειρονακτικά στην ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης κατἀ τη διάρκεια διαπραγματεύσεων με τον Άγγλο ναύαρχο. [2]. Εκτιμώντας ο Σουλτάνος την κίνηση αυτή τίμησε τον Πατριάρχη με πολλά δώρα, ενώ ο αγγλικός στόλος απέπλευσε άπρακτος.
    Και ενώ φαινόταν η αναταραχή να είχε κοπάσει ο Ρώσος ναύαρχος Ντιμίτρι Σενιάβιν περί τον Μάρτιο του 1807 διένειμε προκηρύξεις «Προς τους Χριστιανούς κατοίκους του Ιθωμανικού κράτους». Αυτόν ακολουθώντας πιστά και σε συνεννόηση ο Θεσσαλός αρματωλός Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας προκάλεσε επανάσταση. Εναντίον αυτού ο Σουλτάνος διέταξε τον Αλή Πασά να σπεύσει για την καταστολή. Ο τελευταίος με ορδές Αλβανών κατέλαβε τη Θεσσαλία, ενώ οι Έλληνες επαναστάτες κατέφυγαν στη Σκιάθο όπου συγκροτώντας στόλο με 70 πλοία ενωμένοι και με άλλους επαναστάτες άρχισαν καταδρομικές επιχειρήσεις στις ακτές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας, ακόμα και Μικράς Ασίας συνεπικουρούμενοι και από πλοία του αγγλικού στόλου.
    Κατά την εξέλιξη αυτή ο Σουλτάνος κάλεσε τον Γρηγόριο Ε΄ όπως προτρέψει τους Έλληνες επαναστάτες να διαλυθούν. Πράγματι στη πατριαρχική εντολή που ακολούθησε οι επανναστάτες υπάκουσαν εκτός τον Νικοτσάρα που παρέμεινε εγκαταλειμμένος στη Σκόπελο.
    Στο μεταξύ στις 29 Μαΐου (1807) στην Κωνσταντινούπολη εκδηλώθηκε πραξικόπημα υπό τον Καμπακτσή Μουσταφά, διοικητή παλαιού στρατού, ο οποίος ως ενάντιος των μεταρρυθμίσεων, καταλαμβάνοντας τα ανάκτορα και θέτοντας τον Σουλτάνο Σελίμ Γ΄ υπό περιορισμό, αναβίβασε στο θρόνο τον ξάδελφο του προηγουμένου Μουσταφά Δ΄. Ένα μήνα περίπου αργότερα η Ρωσία συνομολογεί με την Γαλλία την ιστορική Συνθήκη του Τιλσίτ με την οποία ουσιαστικά δρομολογούταν αφενός ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αφετέρου ο απελευθερωτικός αναβρασμός σχεδόν σε όλη τη Βαλκανική.
    Αμέσως μετά των παραπάνω άλλοι απεσταλμένοι των Ρώσων μεταβαίνοντας μέσω Σερβίας στον Όλυμπο προκάλεσαν εκεί νέα επανάσταση. Της επανάστασης αυτής ηγήθηκε ο ηρωικός παπάς Ευθύμιος Βλαχάβας οποίος πανέξυπνα συνασπίστηκε με Τούρκους της περιοχής Λάρισας και Τρικάλων κατά του Αλή Πασά. Και σ΄ αυτή την περίπτωση ο Πατριάρχης Γρηγόριος, μετά από αίτημα του Σουλτάνου εξέδωσε ειδικό γράμμα προς τον Ε. Βλαχάβα που πείστηκε τελικά και σταμάτησε την επανάσταση, πλην όμως μετά από προδοσία συνελήφθη ο τελευταίος από τον Αλή Πασά όπου και υπέστη φρικώδη θάνατο στα Ιωάννινα.
    Παρά ταύτα η αλλαγή αυτή των Σουλτάνων δεν επηρέασε τον Γρηγόριο Ε΄ που φέρεται να έχαιρε του γενικού θαυμασμού για την έντονη δράση του. Στη διάρκεια δε της δεύτερης αυτής πατριαρχίας του κατόρθωσε να επιτελέσει πολλά έργα της αποστολής του μεταξύ των οποίων ήταν η μέριμνα περί των οικονομικών του Πατριαρχείου, κοινωνική φιλανθρωπία, οργάνωση της εσωτερικής ζωής των μοναστηριών, ρύθμιση ζωής των αρχιερέων και του κλήρου και ιδιαίτερα οι υπέρ της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων ενέργειές του, προκαλώντας ακόμα και τον έπαινο του Αδ. Κοραή που χαιρέτησε τις ενέργειές του ως «επερχόμενην αναγέννησιν της Ελλάδος».
    Την λαμπρή του όμως αυτή δράση διέκοψε νέο πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 21 Ιουνίου του 1808, αυτή τη φορά από τον Αγά του Ρουτσούκ (Βουλγαρία), τον Μουσταφά Αλεντάρ Πασά, ή Μουσταφά Μπαϊρακτάρ Πασά, ο οποίος υποστηρικτής του Σελίμ Γ΄ καθαίρεσε τον Σουλτάνο Μουσταφά Δ΄. Δεν πρόλαβε όμως να σώσει τον Σελίμ Γ και στο θρόνο αναβίβασε αναγκαστικά τον πρίγκιπα Μαχμούτ, αδελφό του Σουλτάνου Μουσταφά, ως Μαχμούτ Β΄ από τον οποίο και ανέλαβε ο ίδιος δύο ημέρες μετά Μέγας Βεζίρης.
    Λίγο αργότερα της ανάληψης των καθηκόντων του ο Μπαϊρακτάρ αξίωσε την άμεση απομάκρυνση του Γρηγορίου του Ε΄. Έτσι ο τελευταίος αναγκάσθηκε σε νέα παραίτηση στις 10 Σεπτεμβρίου (1808) όπου και απομακρύνθηκε στη Μονή Μεταμόρφωσης στην Πρίγκηπο (αρχικός τόπος εξορίας) απ΄ όπου μετά ένα έτος κατέληξε και πάλι στο Άγιο Όρος. Στον δε πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο προηγουμένως παραιτηθείς Καλλίνικος Ε΄ Κωνσταντινουπόλεως.
    Και κατά τη δεύτερη εξορία του στο Άγιο Όρος ο Γρηγόριος ο Ε΄ επιδόθηκε στις εκεί προσφιλείς του πνευματικές ασκήσεις και μελέτες επί εννέα χρόνια. Από δε το ερημητήριό του όμως δεν έπαψε να παρακολουθεί τα της Εκκλησίας και του Γένους δρώμενα. Περί τα μέσα του 1818 τον επισκέφθηκε ο Ιωάννης Φαρμάκης ανακοινώνοντας σχετικά για τη Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα όπως ο ίδιος ο Φαρμάκης αφηγείται «ο πατριάρχης έδειξεν ευθύς ζωηρότατον ενθουσιασμόν» και «ηυχήθη από καρδίας» υπέρ της επιτυχίας του σκοπού της Εταιρείας. Αρνήθηκε όμως να δώσει τον σχετικό όρκο λέγοντάς του «εμένα μ΄ έχετε που μ΄ έχετε», επικαλούμενος ως κληρικός αδυναμία να ορκιστεί, προσθέτοντας ότι ο όρκος μπορούσε να βλάψει, διότι αν εμφανισθεί το όνομα του Πατριάρχη στα βιβλία της Εταιρείας και αποκαλυφθούν αυτά στη συνέχεια τότε «θέλει κινδυνεύσει ολόκληρον το έθνος του οποίου καίτοι εξόριστος προείχε πάντοτε». Τέλος δε της συνομιλίας εκείνης ο πατριάρχης συμπλήρωσε: «να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα».

    Τρίτη Πατριαρχία

    Στις 15 Δεκεμβρίου 1818, μετά την παραίτηση του πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ που υπέβαλε την προηγουμένη ημέρα, πατριάρχης εξελέγη για τρίτη φορά ο Γρηγόριος Ε΄ ο οποίος και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ένα μήνα μετά, στις 14 Ιανουαρίου του 1819 όπου και ανέλαβε καθήκοντα. Πρώτη δραστηριότητα υπήρξε τότε η δημιουργία του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Κιβώτιον του Ελέους» για την οικονομική βοήθεια των πτωχών και την αποφυλάκιση κρατουμένων για χρέη. Παράλληλα μερίμνησε για την ενίσχυση των νοσοκομείων με οικονομικές εισφορές από τους ναούς, καθώς και για το κήρυγμα του Θείου Λόγου καλώντας προς τούτο στην Κωνσταντινούπολη τον διαπρεπή τότε εκκλησιαστικό ρήτορα Κωνσταντίνο Οικονόμου. Τον Μάρτιο, κατόπιν υπόδειξης του Κωνσταντίνου Κούμα, περί της ανάγκης μεταρρύθμισης των διδασκομένων στις σχολές μαθημάτων ο Γρηγόριος Ε΄ εξέδωσε τον περίφημο συνοδικό τόμο «Περί των Ελληνομουσείων» προτρέποντας την μόρφωση των Ελλήνων στη σπουδή της ορθής ελληνικής γλώσσας, σημειώνοντας: «...και να μη προτιμώσι μαθήματα, δι ών εγεννάτο αδιαφορία και ψυχρότης προς τας εκκλησιαστικάς διατάξεις και προς την αμώμητον ημών πίστιν».
    Η έκδοση της παραπάνω «εγκυκλίου» εναντίον των Διαφωτιστών οδήγησε στο κλείσιμο σχολείων της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Χίου και της Μυτιλήνης (Ιησουϊτικών) και το επόμενο έτος προσπάθησε να επιβάλει προληπτική θεολογική λογοκρισία σε όλα τα ελληνικά βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης. [3]
    Τον επόμενο χρόνο, (1820) αναμόρφωσε το υπ΄ αυτόν ιδρυθέν «Πατριαρχικόν Τυπογραφείον» το οποίο εξέδιδε πολλά συγγράμματα.

    Επανάσταση των Ελλήνων

    Στη διάρκεια της τρίτης αυτού πατριαρχίας ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, που υπήρξε η κρισιμότερη περίοδος του Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
    Είναι γεγονός ότι πολύ πριν του έτους αυτού, οι Φιλικοί πολλές φορές χρησιμοποίησαν το όνομα του Πατριάρχη όπως και του Τσάρου ζητώντας έτσι κάποια ηθική συνδρομή αλλά και για το ηθικό των μυημένων. Προκειμένου μάλιστα να αποφύγουν τις υποψίες της Υψηλής Πύλης διακήρυσσαν ότι οι Πελοποννήσιοι που βρίσκονταν στο Ιάσιο αποφάσισαν να ιδρύσουν στη Πελοπόννησο Μεγάλη Σχολή, για την οποία και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ είχε αποστείλει πολλές επιστολές προς οποιονδήποτε προύχοντα που θα μπορούσε να συνεισφέρει. Υπό το όνομα όμως της Σχολής οι Φιλικοί εννοούσαν την αναμενόμενη επανάσταση.
    Στις 30 Ιουλίου του 1819 σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο Γρηγόριος Ε΄ κάνοντας μνεία περί της Σχολής αυτής αποκαλύπτει την επ΄ αυτής έννοια των Φιλικών. Εξ αυτού του γράμματος αποφάσισε στη συνέχεια ο Μαυρομιχάλης να συμμετάσχει στον Αγώνα με όλους τους οπλαρχηγούς της Μάνης. Αλήθεια πάντως είναι ότι με τις επιστολές εκείνες η Φιλική Εταιρεία είχε ενισχυθεί και οικονομικά και αριθμητικά με εγγραφή νέων μελών όπως και πολλών κληρικών. Αλλά και άλλοι εγκύκλιοι που αφορούσαν την «Κιβωτό του Ελέους» οι Φιλικοί τις χρησιμοποίησαν κατάλληλα.
    Θα πρέπει όμως και να σημειωθεί ότι ο πατριάρχης δεν εκδήλωσε ποτέ δημόσια τη θέση του απέναντι στη Φιλική Εταιρεία αλλά ούτε και οι επιστολές που έστελνε την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να γίνουν ευρύτερα γνωστές ακόμα και στους μυημένους. Ο ίδιος μάλιστα φέρεται να δήλωνε «Γνωρίζων, ...δεν ήθελον γίνει προδότης του έθνους μου. Αλλά δια τούτο δεν θέλω να γωρίζω τίποτε εκ των πολιτικών, δια να μη γίνω επίορκος, ή ψεύστης, εαν εξεταζόμενος ηρνούμην». Πολλοί όμως, εκτός των κατακριτών του, ήταν και εκείνοι που θεωρούσαν ότι ενεργούσε με ιδιαίτερα μεγάλη περίσκεψη απέναντι στον Σουλτάνο.
    Τον Απρίλιο του 1820 τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ επισκέφθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο διερχόμενος από εκεί για την Αγία Πετρούπολη Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος ο οποίος και του επέδωσε επιστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ρωτούσε «Τι πρέπει να κάμουν και πως πρέπει να φερθούν». Ο Γρηγόριος φέρεται να είπε στον κομιστή «Περιττόν να μας ζητούν συμβουλή δια πράγματα τα οποία γνωρίζουν. Χρεωστούμεν να ποιμαίνωμεν καλώς τα ποίμνιά μας και χρείας τυχούσης να κάμωμε όπως έκαμεν ο Ιησούς δι΄ ημάς δια να μας σώσει». Παράλληλα έδωσε και επιστολή προς τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη στην οποία επαναλάμβανε τη λέξη «φρόνησις, φρόνησις, φρόνησις». Σε άλλη δε επιστολή προς Ιωάννη Ζωσιμά έγραφε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια».
    Αμφότεροι όμως έχοντας παρεξηγήσει τις λέξεις διαμήνυσαν δια του Παπαρρηγόπουλου που επανέκαμψε στην Πόλη, ο μεν Υψηλάντης ότι υπάρχει έτοιμο πλοίο για να μεταφέρει τον Πατριάρχη στην Οδησσό ή Πελοπόννησο, ο δε Ζωσιμάς ότι αποστέλλει χρήματα για την φυγή του πατριάρχη. Τότε ο Γρηγόριος εξήγησε ότι με τις συνθηματικές λέξεις ήθελε να επιστήσει την προσοχή των Φιλικών, για δε τα χρήματα του Ζωσιμά θα δοθούν στον Αγώνα, όσο για το πλοίο μόνο νεκρόν θα μπορούσε να τον μεταφέρει αλλαχού.
    Θα μπορούσε όμως να είχε φύγει όπως τον παρακάλεσε και ο Παπαρρηγόπουλος. Μάλιστα όταν ο Παπαρρηγόπουλος τον ενημέρωσε ότι πολύ σύντομα θα ξεσπούσε η επανάσταση, ο πατριάρχης φέρεται να δήλωσε ότι ήταν φρονιμότερο να περιμένουν ένα ρωσοτουρκικό πόλεμο προσθέτοντας «Λυπούμαι, μήπως η πατρίς πάθει όσα έπαθε και άλλοτε». Κατά τον πατριάρχη η επανάσταση έπρεπε να ξεκινούσε αργότερα μετά την καταστροφή του Αλή πασά και μάλιστα από την Πελοπόννησο και όχι από την Μολδοβλαχία.
    Μετά την εκδήλωση της επανάστασης του Υψηλάντη στη Βλαχία, άρχισαν μαζικές διώξεις κατά των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, με σφαγές και φυλακίσεις. Μεταξύ των άλλων φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν πολλοί επίσκοποι, όπως ο Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης που απαγχονίστηκε πρώτος «κατά την οδόν ιχθυοπωλείου (Μπαλούκ-παζάρ)» (Φιλήμων, Β', σ. 114), φυλακίστηκαν οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Δέρκων Γρηγόριος, ο Αγχιάλης Ευγένιος, ενώ ο Σουλτάνος διέτασε τον Πατριάρχη να στείλει και άλλους για φυλάκιση.
    Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ο Πατριάρχης, επικεφαλής συνόδου αρχιερέων και λαϊκών, αναγκάστηκαν να εκδόσουν δύο αφορισμούς. Αυτοί υπογράφονται από 21 αρχιερείς του Πατριαρχείου, αλλά στην σύνοδο που έλαβε την απόφαση συμμετείχαν και λαϊκοί προύχοντες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Κων. Μουρούζης, ο διερμηνέας του στόλου Νικ. Μουρούζης (αδελφός του Κ. Μουρούζη), ηγέτες των συντεχνιών κ.ά., συνολικώς 72 άτομα. Οι μεν λαϊκοί αποφάσισαν να υποβάλουν αναφορά αποκήρυξης της επανάστασης και δήλωση υποταγής με αναφορές στην «συνήθη καλοκαγαθία του σουλτάνου», οι δε ιερωμένοι να συνθέσουν την πράξη αφορισμού (Φιλήμων, τ. Β', σ. 112). Δεν είναι ακριβώς γνωστές οι ημερομηνίες που υπεγράφησαν οι αφορισμοί. Ιστορικοί αναφέρουν την «Ε' Κυριακή των Νηστειών 23 Μαρτίου» (Φιλήμων, Ζ. Μαθάς, Χρυσ. Παπαδόπουλος, Εκδοτική Αθηνών κ.ά.), όμως η 23 Μαρτίου δεν ήταν Κυριακή αλλά Τετάρτη, ενώ Κυριακή ήταν η 20 και 27 Μαρτίου. Ο Θ. Σιμόπουλος προσδιορίζει την ημερομηνία στις 20 Μαρτίου (Σιμόπουλος, Α', σ. 123). Κατά τον Γ. Γεωργαντζή που μελέτησε τις λεπτομέρειες της υπόθεσης, είναι πιθανό ότι πρώτα, στις 20 ή 23 Μαρτίου, υπεγράφη ο αφορισμός (για την ακρίβεια «απανταχούσα») προς τον επίσκοπο Ουγγροβλαχίας με τον οποίο αφορίζεται ο Αλ. Υψηλάντης και ο Σούτσος και συνιστάται στους εκεί χριστιανούς να μην επαναστατήσουν. Έτσι η πατριαρχική σύνοδος προσπάθησε ώστε το κείμενο να έχει τοπικό χαρακτήρα. Σημειώνεται ότι ο πρώτος αυτός αφορισμός συνοδεύεται από διαβιβαστική πατριαρχική επιστολή την οποία μή ειδικοί εκλαμβάνουν ως διπλό αφορισμό. Όμως οι οθωμανικές αρχές, αφού επέβαλαν στον Πατριάρχη την έκδοση των εν λόγω αφορισμών, είχαν τοποθετήσει στο περιβάλλον του τουρκοκρητικούς που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα ώστε να παρακολουθούν τις εργασίες των συνόδων και τα κείμενα. Φαίνεται ότι ο πρώτος αφορισμός που περιοριζόταν στην επαρχία της Ουγγροβλαχίας δεν ικανοποιούσε τον Σουλτάνο και τον σεϊχουλισλάμ, οι οποίοι επέβαλαν και δεύτερο αφορισμό που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Εκτιμάται ότι ο δεύτερος αυτό αφορισμός εκδόθηκε την Κυριακή 27 Μαρτίου. Εξέταση του κειμένου του δεύτερου αφορισμού υποδεικνύει ότι έγινε προσπάθεια ώστε το δεύτερο κείμενο να είναι διπλωματικό και να αφήνει κενά ως προς την θεολογική ερμηνεία του. Για παράδειγμα, δεν επαναλαμβάνει τις κατάρες του πρώτου, και ενώ στον πρώτο αφορισμό αναφέρεται «αφωρισμένοι υπάρχουσι», στο δεύτερο η έγκλιση γίνεται ευκτική μέλλοντος «αφωρισμένοι υπάρχειεν».[4]
    Ο πρώτος αφορισμός, που «Ὑπεγράφη συνοδικῶς ἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης»[5], είχε σαν αποτέλεσμα να σημάνει το τελειωτικό χτύπημα στην εκστρατεία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Ηγεμονίες[6] Ο ίδιος όμως ο Υψηλάντης καθησύχαζε με επιστολή του της 29ης Ιανουαρίου τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ότι «ο μεν Πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βία και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου»[7].
    Σύμφωνα με τον Τάκη Κανδηλώρο, βιογράφο του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος «ως αντιπρόσωπος του Χριστού ουδέποτε έπρεπεν να υπογράψει έγγραφον εις το οποίον δεν επίστευεν. Αλλ' ως αρχηγός κινδυνεύοντος έθνους ώφειλε να στέρξει μέτρον, όπερ έστω και προσωρινώς έσωζε τους ανίσχυρους και εμπεπιστευμένους αυτώ πληθυσμούς εκ της σφαγής» και έδρασε εκβιαζόμενος.[8] Σύγχρονος ιστοριογράφος χαρακτηρίζει τον αφορισμό ως «μνημείο της εκκλησιαστικής γλώσσας που είχε φιλοτεχνήσει η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία τους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας» και τον ερμηνεύει στο συγκείμενο της αναγνώρισης από την Εκκλησία της νομιμότητας του καθεστώτος του Σουλτάνου, του οποίου αποτελούσε οργανικό τμήμα, και της εναντίωσης στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του εθνικού κινήματος των Ελλήνων. [9].
    Σε επιστολή του προς τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα της 28ης Δεκεμβρίου 1820 έγραφε: «...Κρυφά υπερασπίζου αυτόν (σσ. Η του Παπανδρέου πράξις πατριωτική), εν φανερόν δε άγνοια υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσι αδελφοίς και αλλοφύλοις ιδία. Πράυνον βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπον εις κρυψίνοιαν δια τον φόβον των Ιουδαίων».[10] Σώζονται επίσης και επιστολές του του Μαρτίου 1821 προς τους επισκόπους Βλαχίας, Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως και Αμυκλών Δανιήλ στις οποίες τους παρότρυνε να συνεχίσουν την πολιτική «ειλικρινούς ευπειθείας και υποταγής [...] εις την κραταιάν βασιλείαν».[11]

    «Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα

    Απαγχονισμός

    Εν τω μεταξύ, ο Σουλτάνος, υπό την πίεση ακραίων μουσουλμανικών διαδηλώσεων κατά των Ελλήνων, ζήτησε από τον Σεϊχουλισλάμη Χατζή Χαλίλ να εκδώσει διαταγή (φετφά), σχετικά με τη γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Ο Χατζή Χαλίλ, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον Γρηγόριο, ο οποίος του ξεκαθάρισε πως ο ίδιος και το Γένος ήταν αμέτοχοι στην επανάσταση, και βασιζόμενος σε ένα εδάφιο του Κορανίου, αρνήθηκε να εκδώσει τη φετφά τoυ Σουλτάνου[12], ο οποίος εξοργισμένος τον τιμώρησε με θάνατο και θεώρησε υπεύθυνο και τον Γρηγόριο Ε'.
    Σύμφωνα με τον πανηγυρικό που εκφώνησε για τον Πατριάρχη το 1853 ο Γεώργιος Τερτσέτης, όπως αυτός μεταφέρεται από τον ανιψιό του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος Ε' απέρριψε προτάσεις υπαλλήλων ξένων πρεσβειών να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λέγοντας: "Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείται, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω...ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου...ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου...Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης"[13].
    Mετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) ο Γρηγόριος συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος για τρεις ημέρες, εξευτελιζόμενος από τον όχλο.

    H κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, η οποία παραμένει κλειστή ως σήμερα
    Κατόπιν, μια ομάδα τριών Εβραίων αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Τα ονόματα των τριών αυτών Εβραίων ήταν Μουτάλ, Μπιταχί και Λεβύ.[14]. Τη σκηνή της περιφοράς του σκηνώματος από τους τρεις Εβραίους έχει αποδώσει παραστατικά σε πίνακά του ο γερμανός ζωγράφος Πέτερ φον Ες. Ένας Κεφαλονίτης πλοίαρχος, ονόματι Νικόλαος Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Από εκεί ανακομίστηκε στην Αθήνα, 50 χρόνια μετά, και έκτοτε φυλάσσεται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.
    Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει κλειστή και σφραγισμένη μέχρι και σήμερα, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς έκτοτε μόνο από τις πλάγιες πύλες.
    Την ίδια ημέρα, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου του Ε΄, μέσα στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος και Νικομήδειας Αθανάσιος συνελήφθησαν από τις οθωμανικές αρχές και μεταφέρθησαν ο πρώτος στην Πύλη του Γαλατά δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα και οι υπόλοιποι σε άλλα σημεία της πόλης όπου και απαγχονίστηκαν. Στο στήθος και των τριών μητροπολιτών τοποθετήθηκε επιγραφή που τους χαρακτήριζε προδότες και αποστάτες. Τα σώματά τους παρέμειναν κρεμασμένα επί τριήμερο, μετά την αποκαθήλωσή τους, αφού σύρθηκαν και διαπομπεύθηκαν ατιμωτικά στους δρόμους της πόλης από τουρκικό όχλο αλλά και Εβραίους στη συνέχεια ρίχτηκαν στη θάλασσα. Λίγες ημέρες μετά ανασύρθηκαν από κάποιους ευσεβείς Χριστιανούς όπου και τάφηκαν κάποια στο Επταπύργιο και άλλα σε κοντινό νησί απροσδιόριστου σημείου.[εκκρεμεί παραπομπή]

    Αντιδράσεις

    «Ω τον ηλίθιον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέση καυτάνι!».
    Επιστολή Αδαμάντιου Κοράη προς τον Ιάκωβο Ρώτα της 26ης Δεκεμβρίου 1821.[15]
    Μετά την εκτέλεση του Πατριάρχη, ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Στρογγάνωφ διαμαρτυρήθηκε στο όνομα των Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου, οι οποίοι σύμφωνα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή βρίσκονταν υπό την προστασία του αυτοκράτορα της Ρωσίας, ότι η Πύλη μετέτρεπε τον πόλεμο σε θρησκευτικό αλλά και για το εμπάργκο στα σιτοφόρα πλοία που έπληττε το εμπόριο στα στενά και απείλησε με αποχώρηση από την πόλη. Ο Βρετανός πρεσβευτής επέλεξε να ακολουθήσει τη γραμμή της εμπιστοσύνης στην Πύλη και ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για εσωτερικό θέμα της αυτοκρατορίας, επέλεξε να μην εξετάσει επιστολές του Πατριάρχη προς μητροπολίτες της Πελοποννήσου τις οποίες η Πύλη παρουσίαζε απόδειξη της ανάμιξης του Γρηγορίου στη εξέγερση. Τελικά ο Τσάρος Αλέξανδρος απέστειλε αυστηρό τελεσίγραφο στο Σουλτάνο, που παραδόθηκε στις 18 Ιουλίου, αλλά δεν εξέτασε το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης.[16].
    Διαφωτιστές, όπως ο Κοραής, υποδέχτηκαν με ανακούφιση την εκτέλεση του Πατριάρχη εξαιτίας φημών που υπήρχαν για σχέδιο εξόντωσής τους από την Εκκλησία και της πολιτικής αναγνώρισης της οθωμανικής νομιμότητας που ακολουθούσε η Εκκλησία.[17][15]

    Ο ανδριάντας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών

    Αναγνώριση - Τιμές - Αγιοποίηση


    Η λάρνακα του Γρηγορίου του Ε'
    Το 1871 τα οστά του Γρηγορίου μεταφέρθηκαν από την Οδησσό στην Αθήνα και εναποτέθηκαν σε μαρμάρινη λάρνακα που βρίσκεται μέχρι και σήμερα στη Μητρόπολη Αθηνών. Τον επόμενο χρόνο, το 1872, με δαπάνη του Γεωργίου Αβέρωφ, ο γλύπτης Γ. Φυτάλης φιλοτέχνησε αδριάντα του, ο οποίος τοποθετήθηκε δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η συμπερίληψη του Πατριάρχη στο πάνθεον των ηρώων της Επανάστασης συνδεόταν με την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, το αίτημα για εθνική ενότητα και την αλυτρωτική διάθεση της εποχής.[18] Στις 8 Απριλίου 1921 αγιοποιήθηκε επίσημα.[19]

    Έργο

    Ο Γρηγόριος Ε΄ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για θέματα παιδείας. Μετέφρασε και εξέδωσε τους «Περὶ Ἱερωσύνης λόγους» του Ιερού Χρυσοστόμου. Επίσης εξέδωσε στο πατριαρχικό τυπογραφείο τα «Ἠθικὰ» του Μεγάλου Βασιλείου, εξήγηση των ομιλιών του στη Εξαήμερο και άλλα έργα, όλα σε γλώσσα απλουστευμένη, προκειμένου να γίνεται κατανοητή[20].
    Εκτός των θεμάτων Παιδείας, ασχολήθηκε με τη στέγαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διαρρύθμισε τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Παρά το βραχυχρόνιο της πατριαρχίας του, εξέδωσε πλήθος τόμων, σιγγιλίων, εγκυκλίων και επιστολών, μέσα από τις οποίες διαφαίνεται η σταθερή του προσήλωση στους εκκλησιαστικούς κανόνες και την παράδοση. Υπήρξε ο ίδιος πρότυπο ήθους προς τους κληρικούς και το λαό, επέδειξε χρηστή οικονομική διαχείριση επιλύοντας πολλά προβλήματα, αλλά πήρε και αποφάσεις που τακτοποιούσαν χρονίζοντα κοινωνικής φύσεως θέματα, όπως αυτά των αρραβώνων και της προίκας, των γάμων και διαζυγίων, και άλλα.