Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ

ΠΩΓΩΝΗΣΙΑ ΛΑΛΗΜΑΤΑ

1. Ο ΤΟΠΟΣ ΚΟΠΗΚΕ ΣΤΑ ΔΥΟ

Ο τόπος κόπηκε στα δυο,
Χτυπά ο μπαλτάς, ο φοβερός.
Εσύ από κει, εγώ από δω
Φραγμένοι γης και ουρανός.

Εσύ από κει, εγώ από δω
Λαβωματιά μες το πλευρό,
Δίχως αγάπη και θεό
Στα σκοτεινά μοιρολογώ.

Μες το σκοτάδι το βουβό
Δίχως αγάπη και θεό,
Ξεκληρισμένοι απ’ τον κορμό,
Δε γνώρισα μάνα κι αδερφό.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, στο ντουνιά
Γνώρισα μόνο απονιά,
Το συρματόπλεγμα πληγή
Μου χάραξε μες το κορμί.

Με συρματόπλεγμα αστραπή
Μου φράξανε και την αυλή.
Πουλί, αχ άλαλο πουλί
Μες το κλουβί, στη φυλακή.

2. ΗΡΘΑΝΕ ΧΡΟΝΙΑ ΘΛΙΒΕΡΑ…

Ήρθανε χρόνια θλιβερά με βάρβαρους και άγριους,
Μας γκρέμισαν καμπαναριά, μας χάλασαν τους άγιους.

Βουβές καμπάνες δεν ηχούν, μανάδες χωρίς τέκνα,
Σαν δέντρα χωρίς φυλλωσιά κεραυνοβολημένα.

Χωριά σαν κρίνα ανθηρά στη σκλαβιά μαραμένα
Σας βλέπω και θρηνώ κρυφά με μάτια βουρκωμένα.

Αχ, μαραμένη λεβεντιά σαρανταπληγωμένη
Κάνεις ν’ ανοίξεις τα φτερά και ξανά σταυρωμένη.

Πάνω στο φρύδι σου σπαθί πληγώθηκε ο Αυγερινός,
Φέρτε κλαρίνα και βιολιά ν’ αναστηθεί μες το χορό.

Αετός τινάζει τα φτερά και πέφτουν αλυσίδες,
Σήκωσε το κεφάλι σου με γαλανές ελπίδες.

Η Πούλια και ο Αυγερινός να κατεβούν κοντά σου
Και γαλανόλευκα φτερά ν’αρπάξουν την καρδιά σου.

3. ΠΕΝΤΕ ΠΗΓΑΔΙΑ

Πέντε πηγάδια αχ, κοκκίνισε το αίμα της αγάπης.
Κάνουλες πορφυρές, πέντε πηγάδια.

Το ένα το λεν Ρομπάτικο, τ' άλλο το λεν Βοντίτσα,
Στο ένα πλένουν λυγερές, στο άλλο πίνουν άτια

Στην Αντριάδα η άνοιξη λευκαίνει τα λευκά της
Και πλάι στον Κατωπήγαδο τ' αηδόνια κελαηδούνε.

Τ' άνθη φέρνει ο άνεμος και τα φιλιά τ’ αστέρια,
Και το φεγγάρι ομορφιές στα αργυρά του χέρια.

Και τα χρυσά και τ' αργυρά και τα λευκά κορίτσια,
Λούζονται και στολίζονται και πιάνουν την αγάπη.

Πέντε πηγάδια έχει η καρδιά, τα πέντε στάζουν αίμα
Στάζουνε αηδονολαλιές, κόκκινες μνήμες στάζουν.

Δροσίσου εδώ διαβάτη μου, δροσίσου εδώ καλή μου
Κι από τα ξένα αν έρχεσαι πιάσε γλυκιά κουβέντα.

Στεγνό λαρύγγι των καιρών, καρδιά μου μαραμένη
Εννιά πηγάδια χούφτιασα, αχ πως να ξεδιψάσω;

Φέρτε ποτάμια για να πιω με τ’ ουρανού τις στάμνες
Και ας είναι αν θέλουν κόκκινα ή αργυρά ας είναι.

4. ΑΚΟΥΣ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

Ακούς σημαίνουν οι καμπάνες, αχ πως χτυπούν λυπητερά,
Εφτά βουνά μαχαιρωμένα, εννιά ποτάμια φλογερά.

Κάμπους αλυσοδεμένους τους βασανίζει ο βοριάς,
Βόδια ζεμένα μες τη ζεύγλα αλωνίζουν θύελλα.

Ξαπλωμένα κυπαρίσσια πληγωμένη μου καρδιά
Στα λημέρια των ονείρων, στου ήλιου την αγκαλιά.

Δυο πουλιά για μοιρολόι, δυο βουνά για συντροφιά
Ξαπλωμένα κυπαρίσσια ματωμένη μου καρδιά.

Με λιβάνια θυμιατίστε με ηλιοβασίλεμα.
Πάρτε δάδες αναμμένες, με λαμπάδες, με κεριά.

Που είναι η μάνα να σε κλάψει, η δόλια η αδερφή
Οι κραυγές αστροπελέκια, μάτια τ’ ουρανού βροχή.

Πάρτε δάδες αναμμένες βάλτε τ’ ουρανού φωτιά
Καιν τα δάκρυα την ψυχή μας με λαμπάδες με κεριά.

Τα βουνά αστραποβροντούνε μαστιγώνουν θύελλες
Αχολογούνε, θεριεύουν οι ματωμένες καρδιές.

5. ΔΕΣΕ ΚΥΡΑ ΜΟΥ

Δέσε κυρά μου την ομπόλια και βάλε τη στολή σου,
Και βγες να πάμε στο σεργιάνι για μέγα πανηγύρι.

Βάλε σκουλαρίκια αυγερινό και αστέρι δαχτυλίδι,
Και για μαντίλι στο χορό την πρωινή ομίχλη.

Και γέμισε κυρά μου και τη χρυσή ποδιά,
Με του βουνού στολίδια, με αγριολούλουδα.

Δώσε, κυρά μου, δώσε και το χεράκι σου,
Σέρνει αέρα Πωγωνιού το μαντιλάκι σου.

Δώσε μου κυρά μου κι ένα γλυκό φιλί,
Να πνίξουμε τα ντέρτια, να σκάσουν οι καημοί.

Να πιω και να μεθύσω χείλη ροδόσταμο
Και ας κεραυνοβολούνε θύελλα και χορός.

6. ΜΑΥΡΕΣ ΣΚΙΕΣ ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΝ

Μαύρες σκιές με κυνηγούν, με παίρνουν μαύρες στράτες,
Με δέρνουνε οι λυγερές και όλες οι μαυρομάτες,

Με δέρνουν με γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα στο στόμα,
Μου στρώνουν για να κοιμηθώ σε λουλουδένιο στρώμα.

Μου ’κλεψαν το χαμόγελο, τη δροσερή λαλιά μου.
Τον ήλιο της ημέρας μου, το μήλο της μηλιάς μου.

Χάνομε όπως χάνετε της νύχτας το φεγγάρι,
Σε ξένο κόσμο περπατώ σαν άχρηστο κουφάρι.

Στον ύπνο και τον ξύπνο μου ένα όνειρο σμιλεύω,
Μ’ ένα κλωνί βασιλικό με το βοριά παλεύω.

7. ΟΙ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ

Μ’ έκλεισαν έξω απ’ την πατρίδα, μ’ απαγόρεψαν το θεό,
Οι θύελλες με μαστιγώνουν κάτω απ’ τον τρύπιο ουρανό.

Θλίψη και απόγνωση οχιές με καταπνίγουν στο λαιμό,
Με καταδιώκει η σκιά μου με το μαχαίρι στο πλευρό.

Πες μου καρδιά πως ροκανίζεις της προσφυγιάς πικρό ψωμί,
Δίχως πατρίδα και αγάπη σαν λέοντας μες στο κλουβί;

Σκλάβος εχτές, σήμερα δούλος σε μια ανώμαλη τροχιά,
Ο χάρος στο προσκέφαλο μου παραμονεύει πονηρά.

Η κόλαση του πάνω κόσμου μας τυραννά καθημερινά,
Στο πρόσωπο του μετανάστη όλη τη βρώμα του ξερνά.

Στον ξένο κόσμο είμαι ξένος και στο δικό μου ορφανός,
Όλες οι αγάπες προδομένες, όλα τα όνειρα καπνός.

Στα σταυροδρόμια της Ευρώπης ως πότε θα αδικηθώ,
Στην κόλαση, στην εξορία και σταυρωμένος στο σταυρό;

1997

8. ΑΝΟΙΞΕ Η ΡΟΔΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ…

Άνοιξε η ροδιά και πάλι, καλοκαίριασε,
Δίχως το καυτό φιλί σου η μέρα γέρασε.

Δίνεις μια μες τον αέρα, δίνεις δυο και τρεις,
Αν θα ’ρθεις προτού νυχτώσει, βέβαια θα με βρεις,

Αν θα ’ρθεις με το φεγγάρι στα άσπρα θα ντυθώ,
Τρέξε πριν γίνω ροδιά απ’ το μαρασμό.

Πριν με πάρει το σκοτάδι, λαμπάδιασε φως,
Πριν μου μπήξουν το μαχαίρι μισοφέγγαρο.

Φονευμένο θα με θέλεις, θα με κλάψεις ξέρω,
Τον ευγενικό σου θρήνο τότε δεν τον θέλω.

Αχ, ροδιά μου Πωγωνήσια, κόκκινη πληγή
Με ματώνεις, με θεριεύεις, ιερή οργή.

Κράζουν κόκκινες καμπάνες σε συναγερμό,
Καλοκαίριασε ο Μάης μέσα απ’ τον καημό.

9. ΚΑΗΜΕΝΗ ΠΩΓΩΝΗΤΙΣΣΑ

Καημένη Πωγωνήτισσα και μαυρομαντιλούσα
Αν πεις τα ντέρτια στα βουνά στα δάκρυα θα πνιγούνε.

Μαύρη βροχή θα ρίξουνε και κεραυνούς και βράχους,
Θα μαραθεί η βλάστηση και η καρδιά μου η δόλια.

Καημένη Πωγωνήτισσα μάνα μου πικραμένη
Αιώνια σπάζεις τα δεσμά και ξανά σταυρωμένη.

Μέσα στο σκότος το βαθύ, μέσα στη μαύρη νύχτα
Μια ακτίνα γαλανόλευκη τα μάτια σου φιλούσε.

Πας να βογκήξεις δεν μπορείς, βρυχώνται τα βουνά σου
Και σαν λαμπάδα της λαμπρής καίγεται η καρδιά σου.

10. ΜΙΑ ΛΥΓΕΡΗ ΜΕ ΛΑΒΩΣΕ

Ο ήλιος πέφτει στο γιαλό η σελήνη στο ποτάμι,
Κι εγώ ζητώ παράθυρο με ήλιο και φεγγάρι.

Πηγαίνω το γιαλό-γιαλό και τ’ αργυρό ποτάμι
Γιατί με λάβωσαν πικρά σπαθί και γιαταγάνι.

Πηγαίνω την πλαγιά-πλαγιά και τ’ άγριο μονοπάτι
Να βρω κλωνί αμάραντο μάγια για την αγάπη.

Μη ψάχνετε λαβωματιές και μη ζητάτε αίμα,
Με λάβωσε μια λυγερή και μια τριανταφυλλένια.

Δυο φρύδια με λαβώσανε, δυο φράγκικα δοξάρια
Δυο ποταμοί που πνίγουνε άφοβα παλικάρια.

Σε δυο βουνά με ξάπλωσε, τρεις ποταμοί με κλαίνε
Και πέντε άνεμοι τρελοί το όνομά της λένε.

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ

Από την ανέκδοτη συλλογή: «ΠΩΓΩΝΗΣΙΑ»


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | 100 Web Hosting