Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

ΣΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ( ΠΕΤ. ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ)

ΣΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

Ξεδίπλωσε το μαντίλι στα γρήγορα,
Δεν ήταν ένα μαντίλι απλό όπως, όπως
(Έμοιαζε κάπως με εκείνο των γιαγιάδων μ’ έναν κόμπο στην άκρη
Με το πιο ιερό κειμήλιο
Ή μ’ εκείνο το κεντημένο από τα χέρια της αγάπης).
Ξεδίπλωσε το μαντίλι της καρδιάς
Και τύλιξε εκεί μέσα πρώτα τον κήπο
Μ’ ένα ρόδινο πέπλο ομίχλης, κάτω από τη σκιά των πουλιών
δυο δάκρυα αγάπης από τα μάτια της χαραυγής
Και το αιώνιο κελάηδημα να τρεμουλιάζει τον αέρα.
Μετά την κερασιά της παιδικής ηλικίας,
Που άνθιζε στο παράθυρο του χρόνο σαν από μαγικά φιλιά.
Τράβηξε το ακρινό παράθυρο θαμπωμένο, με δυο ρυάκια δακρύων
Τα μάτια της μάνας στυλωμένα εκεί σε αιώνια προσμονή,
Μάτια ουρανός και μάτια δρόμος.
Νοικοκύρεψε, περιποιήθηκε και σμίκρυνε το πατρικό σπίτι,
Ήταν πολύ μεγάλο, δεν μπορούσε να το βολέψει
Το σμίκρυνε κι άλλο, έβαλε κι ένα κλαρίνο
Με τη μουσική των ανέμων και των πανηγυριών
Τοποθέτησε και τα παράθυρα από ένα άλλο σπίτι, της πρώτης του αγάπης,
Τα τοποθέτησε πάνω στου σπιτιού του σαν με διπλό γυαλί
Τον ανακούφισε αυτό το εύρημα, έμοιαζε σαν ζωγραφισμένο
Και η περγουλιά σκαρφάλωνε όμορφα και ήρεμα
Σαν από δυο ανοιξιάτικες αυλές, σαν από δυο αστερισμούς
Σαν στην αγκαλιά δυο χαρούμενων καλοκαιριών.
Το ποτάμι, είπε, το ποτάμι έρχονταν θολό και ορμητικό.
Αχ, πώς να πάρεις μαζί σου ένα θολό και αγριεμένο ποτάμι,
Που κατρακυλάει μπροστά σου
σαν να θέλει να σου φράξει τη στράτα;
Δεν πειράζει, αποφάσισε, φτάνει αυτό το πηγαδάκι
Με δυο κάνουλες φεγγαριού σαν αργυρός καθρέφτης
Τύλιξε και το καμπαναριό, το κυπαρίσσι ήταν πολύ ψηλό
Τρύπησε το μαντίλι σαν βέλος.
Τύλιξε το μαντίλι στα δυο
Και το τοποθέτησε προσεχτικά στη τσέπη του.
Γύρισε και μια φορά το κεφάλι, βούρκωσαν τα μάτια του
Πάμε, γρήγορα, είπε, σβαρνίζοντας τα πόδια του.
Δεν τα μπορούσε τα μελό και τα δάκρυα.
Βγήκε στο δρόμο και τον τύλιξε ένα πέπλο σκόνης.
Πέρα έβρεχε. Έβρεχε στην ψυχή του. Έβγαλε το μαντίλι
Μ’ εκείνο θα σκούπιζε από δω και στο εξής
Τη γκρίζα σκόνη της θλίψης και της λησμονιάς.

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Από τη συλλογή: «ΘΥΕΣΤΕΙΑ ΔΕΙΠΝΑ»
                                       " Τράβηξε το ακρινό παράθυρο θαμπωμένο, με δυο ρυάκια δακρύων
                                               Τα μάτια της μάνας στυλωμένα εκεί σε αιώνια προσμονή,
                                                                   Μάτια ουρανός και μάτια δρόμος."


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

 
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | 100 Web Hosting