ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ
Τρεις πύλες βγαίνουν από την παλιά πόλη της Λευκωσίας
σαν τρεις νύφες του μύθου, τρεις πριγκίπισσες.
Τρεις πύλες της οχυρωμένης πόλης από τεράστια αμυντικά τείχη.
Τρεις πύλες έμειναν τυφλές και αόμματες
στους κεραυνοβολημένους δρόμους της ιστορίας.
Τρεις πύλες που δε σε οδηγούν πουθενά.
Η μια έχασε τους δρόμους μέσα στους νεκρούς
μένοντας μαρμαρωμένη σε μεγαλειότητα αυτοκρατορική.
Η γλυκιά της θάλασσα κοιμάται κι εκείνη μαρμαρωμένη
στα πόδια της νεκρής πόλης, της Αμμόχωστος της Βασιλεύουσας
λες ένα ταμπούρλο προσμένει να την ξυπνήσει.
Τρεις πύλες ανοίγονταν αρχοντικές στα σπλάχνα της αρχαίας πόλης.
Η δεύτερη είναι απρόσιτη, έσπρωξε τα πόδια της
ως την ηλιόλουστη Κερύνεια και αιχμαλωτίστηκε εκεί.
Τώρα στο ακροπύργιο της μαύρα πουλιά φωλιάζουν.
Μέσα στα γλαρά κύματα αλυσοδεμένη περιμένει μια άνοιξη
και ένα καλοκαίρι να ανοίξουνε τ’ αμπάρια της να πλημμυρίσουν
τα λουλούδια ξανά στο δρόμο της επιστροφής ως την αρχαία πύλη,
τα μαύρα ρούχα να πετάξει, και τα μαλλιά της τα ψαρά
να τα τινάξει στον αέρα πυρρόξανθα να γίνουν.
Το ακρόπρωρο του καραβιού αέρινο και φτερωτό
να πλεύσει στα πελάγη.
Η τρίτη αχ, πέτρωσε κι αυτή πλάι σε μια νεκρή ελιά.
Οι πάνοπλοι καβαλάρηδες βγήκαν ένα πρωί
και δε γύρισαν να την ανοίξουν ξανά.
Έμεινε κι εκείνη εκεί στη μαύρη ζώνη νεκρή
μαχαιρωμένη από ατσάλινα μισοφέγγαρα.
Εκεί ξένοι στρατιώτες ανέμελοι καπνίζουν τα πούρα τους
τη στάχτη τους τινάζοντας για να σκεπάσουν το έγκλημα
και μ’ ένα πέπλο ρόδινο να το τυλίξουν.
Τρεις πριγκίπισσες αρχοντικές ξεκίνησαν ένα ταξίδι
από τον αρχαίο μύθο, και μαρμάρωσαν
μες τη δίνη του βάρβαρου χρόνου.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Από τη συλλογή «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ»
· Χθες στις 11:40 π.μ. στην περιοχή Lefkosa, Nicosia, Cyprus
ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΕΣ, ΤΡΕΙΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ
Τρεις πύλες βγαίνουν από την παλιά πόλη της Λευκωσίας
σαν τρεις νύφες του μύθου, τρεις πριγκίπισσες.
Τρεις πύλες της οχυρωμένης πόλης από τεράστια αμυντικά τείχη.
Τρεις πύλες έμειναν τυφλές και αόμματες
στους κεραυνοβολημένους δρόμους της ιστορίας.
Τρεις πύλες που δε σε οδηγούν πουθενά.
Η μια έχασε τους δρόμους μέσα στους νεκρούς
μένοντας μαρμαρωμένη σε μεγαλειότητα αυτοκρατορική.
Η γλυκιά της θάλασσα κοιμάται κι εκείνη μαρμαρωμένη
στα πόδια της νεκρής πόλης, της Αμμόχωστος της Βασιλεύουσας
λες ένα ταμπούρλο προσμένει να την ξυπνήσει.
Τρεις πύλες ανοίγονταν αρχοντικές στα σπλάχνα της αρχαίας πόλης.
Η δεύτερη είναι απρόσιτη, έσπρωξε τα πόδια της
ως την ηλιόλουστη Κερύνεια και αιχμαλωτίστηκε εκεί.
Τώρα στο ακροπύργιο της μαύρα πουλιά φωλιάζουν.
Μέσα στα γλαρά κύματα αλυσοδεμένη περιμένει μια άνοιξη
και ένα καλοκαίρι να ανοίξουνε τ’ αμπάρια της να πλημμυρίσουν
τα λουλούδια ξανά στο δρόμο της επιστροφής ως την αρχαία πύλη,
τα μαύρα ρούχα να πετάξει, και τα μαλλιά της τα ψαρά
να τα τινάξει στον αέρα πυρρόξανθα να γίνουν.
Το ακρόπρωρο του καραβιού αέρινο και φτερωτό
να πλεύσει στα πελάγη.
Η τρίτη αχ, πέτρωσε κι αυτή πλάι σε μια νεκρή ελιά.
Οι πάνοπλοι καβαλάρηδες βγήκαν ένα πρωί
και δε γύρισαν να την ανοίξουν ξανά.
Έμεινε κι εκείνη εκεί στη μαύρη ζώνη νεκρή
μαχαιρωμένη από ατσάλινα μισοφέγγαρα.
Εκεί ξένοι στρατιώτες ανέμελοι καπνίζουν τα πούρα τους
τη στάχτη τους τινάζοντας για να σκεπάσουν το έγκλημα
και μ’ ένα πέπλο ρόδινο να το τυλίξουν.
Τρεις πριγκίπισσες αρχοντικές ξεκίνησαν ένα ταξίδι
από τον αρχαίο μύθο, και μαρμάρωσαν
μες τη δίνη του βάρβαρου χρόνου.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Από τη συλλογή «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ»
Τρεις πύλες βγαίνουν από την παλιά πόλη της Λευκωσίας
σαν τρεις νύφες του μύθου, τρεις πριγκίπισσες.
Τρεις πύλες της οχυρωμένης πόλης από τεράστια αμυντικά τείχη.
Τρεις πύλες έμειναν τυφλές και αόμματες
στους κεραυνοβολημένους δρόμους της ιστορίας.
Τρεις πύλες που δε σε οδηγούν πουθενά.
Η μια έχασε τους δρόμους μέσα στους νεκρούς
μένοντας μαρμαρωμένη σε μεγαλειότητα αυτοκρατορική.
Η γλυκιά της θάλασσα κοιμάται κι εκείνη μαρμαρωμένη
στα πόδια της νεκρής πόλης, της Αμμόχωστος της Βασιλεύουσας
λες ένα ταμπούρλο προσμένει να την ξυπνήσει.
Τρεις πύλες ανοίγονταν αρχοντικές στα σπλάχνα της αρχαίας πόλης.
Η δεύτερη είναι απρόσιτη, έσπρωξε τα πόδια της
ως την ηλιόλουστη Κερύνεια και αιχμαλωτίστηκε εκεί.
Τώρα στο ακροπύργιο της μαύρα πουλιά φωλιάζουν.
Μέσα στα γλαρά κύματα αλυσοδεμένη περιμένει μια άνοιξη
και ένα καλοκαίρι να ανοίξουνε τ’ αμπάρια της να πλημμυρίσουν
τα λουλούδια ξανά στο δρόμο της επιστροφής ως την αρχαία πύλη,
τα μαύρα ρούχα να πετάξει, και τα μαλλιά της τα ψαρά
να τα τινάξει στον αέρα πυρρόξανθα να γίνουν.
Το ακρόπρωρο του καραβιού αέρινο και φτερωτό
να πλεύσει στα πελάγη.
Η τρίτη αχ, πέτρωσε κι αυτή πλάι σε μια νεκρή ελιά.
Οι πάνοπλοι καβαλάρηδες βγήκαν ένα πρωί
και δε γύρισαν να την ανοίξουν ξανά.
Έμεινε κι εκείνη εκεί στη μαύρη ζώνη νεκρή
μαχαιρωμένη από ατσάλινα μισοφέγγαρα.
Εκεί ξένοι στρατιώτες ανέμελοι καπνίζουν τα πούρα τους
τη στάχτη τους τινάζοντας για να σκεπάσουν το έγκλημα
και μ’ ένα πέπλο ρόδινο να το τυλίξουν.
Τρεις πριγκίπισσες αρχοντικές ξεκίνησαν ένα ταξίδι
από τον αρχαίο μύθο, και μαρμάρωσαν
μες τη δίνη του βάρβαρου χρόνου.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΕΡΚΕΖΗΣ
Από τη συλλογή «ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ»
Posted in: ΠΟΙΗΣΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου